κατάδηλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάδηλος]], -ον)<br />[[ολοφάνερος]], [[καταφανής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με τα ρ. [[γίγνομαι]] ή [[φαίνομαι]]) [[γίνομαι]] [[φανερός]], ανακαλύπτομαι<br /><b>2.</b> (με το ρ. [[ποιώ]]) [[καθιστώ]] γνωστό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταδήλως</i> (AM καταδήλως)<br />καταφανώς, ολοφάνερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῆλος]] «[[φανερός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έκ</i>-<i>δηλος</i>, <i>πρό</i>-<i>δηλος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάδηλος]], -ον)<br />[[ολοφάνερος]], [[καταφανής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με τα ρ. [[γίγνομαι]] ή [[φαίνομαι]]) [[γίνομαι]] [[φανερός]], ανακαλύπτομαι<br /><b>2.</b> (με το ρ. [[ποιώ]]) [[καθιστώ]] γνωστό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταδήλως</i> (AM καταδήλως)<br />καταφανώς, ολοφάνερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῆλος]] «[[φανερός]]»), [[πρβλ]]. <i>έκ</i>-<i>δηλος</i>, <i>πρό</i>-<i>δηλος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδηλος Medium diacritics: κατάδηλος Low diacritics: κατάδηλος Capitals: ΚΑΤΑΔΗΛΟΣ
Transliteration A: katádēlos Transliteration B: katadēlos Transliteration C: katadilos Beta Code: kata/dhlos

English (LSJ)

ον, A manifest, visible, τούτοις οὐ κ. ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ… ὄρους Th.4.44; κ. γενέσθαι to be discovered, Hdt.1.5, 3.68; κ. μᾶλλον… τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Th.8.10; κατάδηλον ποιῆσαι make known, discover, Hdt.3.88, cf. Phld.Vit.Herc.1457.10: c. part., φυλάσσων κ. ἔσται S.OC1214 (lyr.); κ. γίγνονται προσποιούμενοι Pl.Ap.23d, etc.; κ. ὦσιν ὅτι... κ. ἔσται ὡς…, Id.Prt.342b, 355b, cf. Arist.Top.109b2, Ep.Hebr.7.15, etc. Adv. -λως Poll.6.207.

German (Pape)

[Seite 1346] sehr deutlich, offenbar; σκαιοσύναν φυλάσσων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται Soph. O. C. 1216, es wird sich zeigen, daß er; ἣ τὸν μάγον κατάδηλον ἐποίησε, entdeckte, Her. 3, 88, vgl. 3, 68; οὐκοῦν ταῦτα πάντα τυγχάνει ὄντα κατάδηλα σαφῶς Plat. Rep. IV, 444 c; c. partic., κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι εἰδέναι Apol. 23 d; ὅτι, ὡς, Prot. 342 b 355 b. – Adv., Poll. 6, 207.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδηλος: -ον, ἐντελῶς φανερός, καταφανής, ὁρατός, τούτοις οὐ κατάδηλος ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ… ὄρους Θουκ. 4. 44· κατάδηλος γίγνομαι, γίνομαι φανερός, ἀνακαλύπτομαι, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 68· κ. μᾶλλον… τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Θουκ. 8. 10· κατάδηλον ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 88· μετὰ μετοχ., κ. ἔσται φυλάσσων Σοφ. Ο. Κ. 1214· κ. γίγνονται προσποιούμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 23D, κτλ.· κ. εἶναι ὅτι…, ὡς… Πλάτ. Πρωτ. 342Β, 355Β, Ἀριστ., κτλ. - Ἐπίρρ. καταδήλως, καταφανῶς, Πολυδ. Ϛ', 207.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très clair, très évident.
Étymologie: κατά, δῆλος.

English (Strong)

from κατά intensive and δῆλος; manifest: far more evident.

English (Thayer)

κατάδηλόν (δῆλος), thoroughly clear, plain, evident: Sophocles), Herodotus, Xenophon, Plato, others) (Cf. δῆλος, at the end.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάδηλος, -ον)
ολοφάνερος, καταφανής
αρχ.
1. (με τα ρ. γίγνομαι ή φαίνομαι) γίνομαι φανερός, ανακαλύπτομαι
2. (με το ρ. ποιώ) καθιστώ γνωστό.
επίρρ...
καταδήλως (AM καταδήλως)
καταφανώς, ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δηλος (< δῆλος «φανερός»), πρβλ. έκ-δηλος, πρό-δηλος].

Greek Monotonic

κατάδηλος: -ον, ολοφάνερος, καταφανής, ορατός, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατάδηλον ποιεῖν, γίνομαι φανερός, φανερώνομαι, ανακαλύπτομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· κ. εἶναι, είμαι ολοφάνερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάδηλος: совершенно ясный, явственный, очевидный Soph. etc.: τινὰ κατάδηλον ποιῆσαι Her. разоблачить кого-л.; κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δἐ οὐδέν Plat. они делают вид, будто знают, не зная, однако, ничего.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάδηλος -ον [κατά, δῆλος] zichtbaar:. τούτοις οὐ κατάδηλος ἡ μάχη ἦν voor hen was het gevecht onopgemerkt gebleven Thuc. 4.44.4. heel duidelijk:; κ. γενέσθαι ontdekt worden Hdt. 1.5.2; ἣ τὸν μάγον κατάδηλον ἐποίησε die de magiër ontmaskerd had Hdt. 3.88.3; in pers. constr., met ptc.:; κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι het is duidelijk dat zij doen alsof Plat. Ap. 23d; met ὅτι of ὡς:. ἵνα μὴ κατάδηλοι ὦσιν ὅτι... περίεισιν om niet te laten blijken dat zij superieur zijn Plat. Prot. 342b.

Middle Liddell

κατά-δηλος, ον
quite manifest, plain, visible, Hdt., Thuc.; κατάδηλον ποιεῖν to make known, discover, Hdt., Soph.; κ. εἶναι to be discovered, Hdt., Plat.

Chinese

原文音譯:kat£dhloj 卡他-得羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向下-明顯
字義溯源:顯示出來,非常明顯的,相當清楚的,顯然的,顯而易見的;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(δῆλος)*=顯然的)組成。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 顯然了(1) 來7:15

English (Woodhouse)

clear, evident, manifest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)