καταβρεχτήρι: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />φορητό [[δοχείο]] κατάλληλο για [[κατάβρεγμα]] ή για [[πότισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i> ( | |mltxt=το<br />φορητό [[δοχείο]] κατάλληλο για [[κατάβρεγμα]] ή για [[πότισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i> ([[πρβλ]]. <i>κλαδευ</i>-<i>τήρι</i>, <i>ξεσκονισ</i>-<i>τήρι</i>). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. <i>καταβρεκτήρια</i> μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
φορητό δοχείο κατάλληλο για κατάβρεγμα ή για πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρι (πρβλ. κλαδευ-τήρι, ξεσκονισ-τήρι). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρια μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].