καταντίον: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταντίον]] και [[καταντία]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ακριβώς [[απέναντι]], [[κατευθείαν]] [[απέναντι]] («[[καταντίον]] δ' αὑτοῦ αἱ ἵπποι τετάφαται», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀντίον]] / [[ἀντία]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀντίος]] «αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον άλλον»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εν</i>-[[αντίον]]].
|mltxt=[[καταντίον]] και [[καταντία]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ακριβώς [[απέναντι]], [[κατευθείαν]] [[απέναντι]] («[[καταντίον]] δ' αὑτοῦ αἱ ἵπποι τετάφαται», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀντίον]] / [[ἀντία]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀντίος]] «αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον άλλον»), [[πρβλ]]. <i>εν</i>-[[αντίον]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταντίον Medium diacritics: καταντίον Low diacritics: καταντίον Capitals: ΚΑΤΑΝΤΙΟΝ
Transliteration A: katantíon Transliteration B: katantion Transliteration C: katantion Beta Code: katanti/on

English (LSJ)

Adv. A over against, right opposite, c. gen., Hdt.6.103, 118, 8.52: c. dat., Id.7.33: abs., Χὠ κ. θανών facing him, S.Ant.512, cf. APl.4.95 (Damag.): καταντία, πόντου κ. κυμαίνοντος Agesianax ap. Plu.2.921b, cf. Opp.H.2.555.

Greek (Liddell-Scott)

καταντίον: ἐπίρρ., κατέναντι, ἀκριβῶς ἀπέναντι, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 6. 103, 118· ὡσαύτως μετὰ δοτ., 7, 33· ἀπόλ., χὼ κ. θανών, ἀπέναντι αὐτοῦ, Σοφ. Ἀντιγ. 512, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4, 95·- ὡσαύτως, καταντία Ἀγησιάναξ π. Πλουτ. 2, 921Β, Ὀππ. Ἁλ. 2, 555.

French (Bailly abrégé)

adv.
en face, gén. ou dat..
Étymologie: κατά, ἀντίος.

Greek Monolingual

καταντίον και καταντία (Α)
επίρρ. ακριβώς απέναντι, κατευθείαν απέναντικαταντίον δ' αὑτοῦ αἱ ἵπποι τετάφαται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀντίον / ἀντία (< ἀντίος «αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»), πρβλ. εν-αντίον].

Greek Monotonic

καταντίον: επίρρ., απέναντι από, ακριβώς απέναντι, απέναντι, με γεν., σε Ηρόδ.· με δοτ., στον ίδ.· απόλ., σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταντίον [κατάντης] tegenover, aan de andere kant, adv.:; ὁ καταντίον θανών degene die bij de tegenpartij is gestorven Soph. Ant. 512; met gen.:; καταντίον αὐτοῦ tegenover hem Hdt. 6.103.3; met dat.: Ἀβύδῳ καταντίον tegenover Abydus Hdt. 7.33.

Russian (Dvoretsky)

καταντίον:
I praep. cum gen. и dat. против, напротив (τινός и τινί Her.).
II adv. против, лицом к лицу: ὁ κ. Soph. противник (в бою).

Middle Liddell


over against, right opposite, facing, c. gen., Hdt.; c. dat., Hdt.; absol., Soph.

English (Woodhouse)

opposite

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)