κατευθυντικότητα: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> η [[ιδιότητα]] τών κεραιών να ακτινοβολούν, δηλ. να εκπέμπουν, [[προς]] μία ή περισσότερες επιλεγμένες κατευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> υποτιθέμενο <i>κατευθυντικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κατευθύνω]]) ως [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>directivity</i>].
|mltxt=η<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> η [[ιδιότητα]] τών κεραιών να ακτινοβολούν, δηλ. να εκπέμπουν, [[προς]] μία ή περισσότερες επιλεγμένες κατευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> υποτιθέμενο <i>κατευθυντικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κατευθύνω]]) ως [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>directivity</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
(ραδιοηλ.) η ιδιότητα τών κεραιών να ακτινοβολούν, δηλ. να εκπέμπουν, προς μία ή περισσότερες επιλεγμένες κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποτιθέμενο κατευθυντικός (< κατευθύνω) ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. directivity].