καψούρα: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />έντονο ερωτικό [[συναίσθημα]] που παραμένει ανικανοποίητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II) με τη σημ. «σφοδρή [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ούρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καμπ</i>-[[ούρα]], <i>μουρμ</i>-[[ούρα]])].
|mltxt=η<br />έντονο ερωτικό [[συναίσθημα]] που παραμένει ανικανοποίητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II) με τη σημ. «σφοδρή [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ούρα]] ([[πρβλ]]. <i>καμπ</i>-[[ούρα]], <i>μουρμ</i>-[[ούρα]])].
}}
}}

Revision as of 13:18, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
έντονο ερωτικό συναίσθημα που παραμένει ανικανοποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) με τη σημ. «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καμπ-ούρα, μουρμ-ούρα)].