κεδρία: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[κεδρέα]], Α και [[κεδρία]] και ιων. τ. κεδρίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύρρευστο [[υγρό]] με σκούρο [[χρώμα]] που λαμβάνεται [[κατά]] την [[ξηρά]] [[απόσταξη]] ρητινούχων ξύλων, αλλ. [[υγρόπισσα]], ρευστή [[πίσσα]], [[κατράμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλαιο]] της κεδρελάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο [[παράλληλος]] τ. [[κεδρέα]] <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλ</i>-<i>έα</i>, <i>συκ</i>-<i>έα</i>)].
|mltxt=η (ΑΜ [[κεδρέα]], Α και [[κεδρία]] και ιων. τ. κεδρίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύρρευστο [[υγρό]] με σκούρο [[χρώμα]] που λαμβάνεται [[κατά]] την [[ξηρά]] [[απόσταξη]] ρητινούχων ξύλων, αλλ. [[υγρόπισσα]], ρευστή [[πίσσα]], [[κατράμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλαιο]] της κεδρελάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο [[παράλληλος]] τ. [[κεδρέα]] <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> ([[πρβλ]]. <i>μηλ</i>-<i>έα</i>, <i>συκ</i>-<i>έα</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρία Medium diacritics: κεδρία Low diacritics: κεδρία Capitals: ΚΕΔΡΙΑ
Transliteration A: kedría Transliteration B: kedria Transliteration C: kedria Beta Code: kedri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A oil of κεδρελάτη, Hdt.2.87, D.S.1.91, Dsc. 1.77, Erot.s.v. κεδρίνῳ; cf. κεδρέα.

German (Pape)

[Seite 1411] ἡ, Cederharz; Her. 2, 87; D. Sic. 1, 91.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ῥητίνη ἐκ κέδρου ἢ ἔλαιον, Ἡρόδ. 2. 87, Διοσκ. 1. 105, Διόδ. 1. 91· λέγεται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπὸ κέδρου ἄλειφαρ γινόμενον.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
résine de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Spanish

aceite de cedro

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη)
νεοελλ.
παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι
αρχ.
έλαιο της κεδρελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ία. Ο παράλληλος τ. κεδρέα < κέδρος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, συκ-έα)].

Greek Monotonic

κεδρία: Ιων. -ίη, , ρητίνη από κέδρο ή λάδι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κεδρία: ион. κεδρίη ἡ кедровая смола Her., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.

Middle Liddell

κεδρία, ἡ,
cedar resin or oil, Hdt. [from κέδρος