κηρόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[κηρόχρως]], -ωτος, ό, ἡ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κεριού, [[κέρινος]], [[κερένιος]], [[κίτρινος]] σαν το [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]») <b>[[πρβλ]].</b> <i>φοινικό</i>-<i>χρους</i>, <i>χιονό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν (Α [[κηρόχρως]], -ωτος, ό, ἡ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κεριού, [[κέρινος]], [[κερένιος]], [[κίτρινος]] σαν το [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]») [[πρβλ]]. <i>φοινικό</i>-<i>χρους</i>, <i>χιονό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 13:28, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν (Α κηρόχρως, -ωτος, ό, ἡ)
αυτός που έχει το χρώμα του κεριού, κέρινος, κερένιος, κίτρινος σαν το κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χρους (< χρώς «χρώμα») πρβλ. φοινικό-χρους, χιονό-χρους].