κερδομίσθιον: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(20)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερδομίσθιον]] ή κερδόμισθον, το (Μ)<br />το [[κέρδος]] από [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μίσθιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αντι</i>-<i>μίσθιον</i>, <i>ημερο</i>-<i>μίσθιον</i>].
|mltxt=[[κερδομίσθιον]] ή κερδόμισθον, το (Μ)<br />το [[κέρδος]] από [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μίσθιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]]), [[πρβλ]]. <i>αντι</i>-<i>μίσθιον</i>, <i>ημερο</i>-<i>μίσθιον</i>].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κερδομίσθιον: τό, ἀμοιβή, Στουδ. 813D, διάφορ. γραφ. κερδόμισθον.

Greek Monolingual

κερδομίσθιον ή κερδόμισθον, το (Μ)
το κέρδος από εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -μίσθιον (< μισθός), πρβλ. αντι-μίσθιον, ημερο-μίσθιον].