κολποτομία: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[διάνοιξη]] του κόλπου στο επίπεδο του οπίσθιου θόλου του, η οποία επιτρέπει την [[προσπέλαση]] του ευθυμητρικού κολπώματος του περιτοναίου, [[συνήθως]] για την [[εκκένωση]] μιας πυώδους ή αιματικής συλλογής της ελάσσονος πυέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>colpotomy</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colpo</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>tomy</i> (<span style="color: red;"><</span> νεολατ. -<i>tomia</i> <span style="color: red;"><</span> -[[τομία]] <span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]])].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[διάνοιξη]] του κόλπου στο επίπεδο του οπίσθιου θόλου του, η οποία επιτρέπει την [[προσπέλαση]] του ευθυμητρικού κολπώματος του περιτοναίου, [[συνήθως]] για την [[εκκένωση]] μιας πυώδους ή αιματικής συλλογής της ελάσσονος πυέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>colpotomy</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colpo</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>tomy</i> (<span style="color: red;"><</span> νεολατ. -<i>tomia</i> <span style="color: red;"><</span> -[[τομία]] <span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ. διάνοιξη του κόλπου στο επίπεδο του οπίσθιου θόλου του, η οποία επιτρέπει την προσπέλαση του ευθυμητρικού κολπώματος του περιτοναίου, συνήθως για την εκκένωση μιας πυώδους ή αιματικής συλλογής της ελάσσονος πυέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpotomy < colpo- (< κόλπος) + -tomy (< νεολατ. -tomia < -τομία < -τόμος < τέμνω)].