κοσμωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοσμωτός]], -ή, -όν (Μ)<br />αυτός που έχει μεταβληθεί σε κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεγχρ</i>-[[ωτός]], <i>σπονδυλ</i>-[[ωτός]]].
|mltxt=[[κοσμωτός]], -ή, -όν (Μ)<br />αυτός που έχει μεταβληθεί σε κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>κεγχρ</i>-[[ωτός]], <i>σπονδυλ</i>-[[ωτός]]].
}}
}}

Revision as of 13:51, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμωτός Medium diacritics: κοσμωτός Low diacritics: κοσμωτός Capitals: ΚΟΣΜΩΤΟΣ
Transliteration A: kosmōtós Transliteration B: kosmōtos Transliteration C: kosmotos Beta Code: kosmwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A made into a world, Aristo Stoicus ap.Simp.in Cat. 188.35.

Greek Monolingual

κοσμωτός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που έχει μεταβληθεί σε κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + επίθημα -ωτός (πρβλ. κεγχρ-ωτός, σπονδυλ-ωτός].