λασιόκωφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λασιόκωφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες [[τρίχες]] που έχει [[μέσα]] στα αφτιά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κωφός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>κωφος</i>, <i>υπό</i>-<i>κωφος</i>)].
|mltxt=[[λασιόκωφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες [[τρίχες]] που έχει [[μέσα]] στα αφτιά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κωφός]] ([[πρβλ]]. <i>δύσ</i>-<i>κωφος</i>, <i>υπό</i>-<i>κωφος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λᾰσιόκωφος:''' глухой из-за заросших шерстью ушей, с заросшими шерстью ушами ([[ἵππος]] Plat.).
|elrutext='''λᾰσιόκωφος:''' глухой из-за заросших шерстью ушей, с заросшими шерстью ушами ([[ἵππος]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 14:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιόκωφος Medium diacritics: λασιόκωφος Low diacritics: λασιόκωφος Capitals: ΛΑΣΙΟΚΩΦΟΣ
Transliteration A: lasiókōphos Transliteration B: lasiokōphos Transliteration C: lasiokofos Beta Code: lasio/kwfos

English (LSJ)

ον,

A deaf from hair growing in the ears, cited from Pl. (Phdr. 253e) by Synes.67d, Phot., Suid., from a false reading, found in cod. B.

German (Pape)

[Seite 17] durch rauche, dichtbehaarte Ohren taub, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰσιόκωφος: -ον, κωφὸς ἕνεκα τριχῶν αὐξανομένων ἐντὸς τῶν ὤτων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. (Φαῖδρ. 253Ε) ὑπὸ Συνεσ. 67D καὶ τῶν λεξικῶν, ἕνεκα ἡμαρτημένης γραφῆς, ἥτις καὶ ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. εὑρίσκεται.

Greek Monolingual

λασιόκωφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες τρίχες που έχει μέσα στα αφτιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κωφός (πρβλ. δύσ-κωφος, υπό-κωφος)].

Russian (Dvoretsky)

λᾰσιόκωφος: глухой из-за заросших шерстью ушей, с заросшими шерстью ушами (ἵππος Plat.).