λοιμόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που προσβλήθηκε από τον λοιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πυρό</i>-<i>βλητος</i>, <i>μυρό</i>-<i>βλητος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που προσβλήθηκε από τον λοιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>πυρό</i>-<i>βλητος</i>, <i>μυρό</i>-<i>βλητος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν</i>].
}}
}}

Revision as of 14:31, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που προσβλήθηκε από τον λοιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. α-πυρό-βλητος, μυρό-βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν].