λυκοτρίχης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκοτρίχης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει [[τρίχωμα]] σαν του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρίχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίχα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κοκκινο</i>-<i>τρίχης</i>, <i>ξανθο</i>-<i>τρίχης</i>].
|mltxt=[[λυκοτρίχης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει [[τρίχωμα]] σαν του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρίχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίχα]]), [[πρβλ]]. <i>κοκκινο</i>-<i>τρίχης</i>, <i>ξανθο</i>-<i>τρίχης</i>].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

λυκοτρίχης, ὁ (Μ)
αυτός που έχει τρίχωμα σαν του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -τρίχης (< τρίχα), πρβλ. κοκκινο-τρίχης, ξανθο-τρίχης].