μακραύχην: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακραύχην]], -ενος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ αυχένα, [[μακρολαίμης]] («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μακρός]], [[επιμήκης]] («μακραύχενα [[κλίμακα]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερι</i>-<i>αύχην</i>, <i>ριψ</i>-<i>αύχην</i>)].
|mltxt=[[μακραύχην]], -ενος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ αυχένα, [[μακρολαίμης]] («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μακρός]], [[επιμήκης]] («μακραύχενα [[κλίμακα]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ([[πρβλ]]. <i>ερι</i>-<i>αύχην</i>, <i>ριψ</i>-<i>αύχην</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακραύχην Medium diacritics: μακραύχην Low diacritics: μακραύχην Capitals: ΜΑΚΡΑΥΧΗΝ
Transliteration A: makraúchēn Transliteration B: makrauchēn Transliteration C: makraychin Beta Code: makrau/xhn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ενος, A long-necked, long, κλῖμαξ E. Ph.1173: neut. pl., τὰ μακραύχενα Hp.Epid.2.1.8, Arist.HA595a11.

Greek (Liddell-Scott)

μακραύχην: ὁ, ἡ, ἔχων μακρὸν αὐχένα, μακρός, κλῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1173· - οὐδ. πληθ., τὰ μακραύχενα Ἱππ. 1006Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ενος (ὁ, ἡ)
au long cou ; long.
Étymologie: μακρός, αὐχήν.

Greek Monolingual

μακραύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μακρύ αυχένα, μακρολαίμης («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», Αθήν.)
2. (γενικά) μακρός, επιμήκης («μακραύχενα κλίμακα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. ερι-αύχην, ριψ-αύχην)].

Greek Monotonic

μακραύχην: ὁ, ἡ, μακρολαίμης, μακρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μακραύχην: ενος adj. досл. с длинной шеей, перен. длинный, высокий (κλῖμαξ Eur.).

Middle Liddell

μακρ-αύχην, ενος,
long-necked, long, Eur.