λυσσόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λυσσόδηκτος]], -ον)<br />αυτός που τον δάγκωσε λυσσασμένο ζώο ή [[λυσσασμένος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρδιό</i>-<i>δηκτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[λυσσόδηκτος]], -ον)<br />αυτός που τον δάγκωσε λυσσασμένο ζώο ή [[λυσσασμένος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), [[πρβλ]]. <i>καρδιό</i>-<i>δηκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσόδηκτος Medium diacritics: λυσσόδηκτος Low diacritics: λυσσόδηκτος Capitals: ΛΥΣΣΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: lyssódēktos Transliteration B: lyssodēktos Transliteration C: lyssodiktos Beta Code: lusso/dhktos

English (LSJ)

ον, A bitten by a mad dog, Dsc.1.100 (interpol.), Gp.12.17.14, Herasap.Gal.13.431, M.Ant.6.57, Damocr. ap. Aët.15.14.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ λυσσῶντος κυνός, Γεωπ. 12. 17, 14.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσσόδηκτος, -ον)
αυτός που τον δάγκωσε λυσσασμένο ζώο ή λυσσασμένος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό-δηκτος].