μεταδρομάδην: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταδρομάδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[καταδίωξη]], τρέχοντας από [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταδρομή]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τροχ</i>-[[άδην]])].
|mltxt=[[μεταδρομάδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[καταδίωξη]], τρέχοντας από [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταδρομή]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] ([[πρβλ]]. <i>τροχ</i>-[[άδην]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρομάδην Medium diacritics: μεταδρομάδην Low diacritics: μεταδρομάδην Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΑΔΗΝ
Transliteration A: metadromádēn Transliteration B: metadromadēn Transliteration C: metadromadin Beta Code: metadroma/dhn

English (LSJ)

[μᾰ], Adv. A running after, following close upon, Il. 5.80, A.R.1.755, Opp.H.4.509 (with v.l. -τροπάδην).

German (Pape)

[Seite 146] nachlaufend, verfolgend; Il. 5, 80; Ap. Rh. 1, 755. S. auch μεταδροπάδην.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδρομάδην: Ἐπίρρ., μεταδρομάδην ἔλασ’ ὦμον, «ἐπιδραμών, ἐπιδιώξας ἔπληξε...» (Σχολ.) Ἰλ. Ε. 80· - ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 4. 509 ὑπάρχει διάφ. γραφ. -τροπάδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courant après.
Étymologie: μετάδρομος, -δην.

English (Autenrieth)

adv., running after, Il. 5.80†.

Greek Monolingual

μεταδρομάδην (Α)
επίρρ. με καταδίωξη, τρέχοντας από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταδρομή + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].

Greek Monotonic

μεταδρομάδην: (δρόμος), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι, παρακολουθώντας στενά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταδρομάδην: (μᾰ) adv. преследуя, вдогонку, на бегу: μ. ἔλασ᾽ ὦμον Hom. (Эврипил) на бегу поразил в плечо (Гипсенора).

Middle Liddell

δρόμος
adv. running after, following close upon, Il.