μνήσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνήσκομαι]] (ΑΜ)<br />μιμνήσκομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> [[χωρίς]] διπλασιασμό ( | |mltxt=[[μνήσκομαι]] (ΑΜ)<br />μιμνήσκομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> [[χωρίς]] διπλασιασμό ([[πρβλ]]. <i>υπο</i>-<i>μνήσκω</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 23 August 2021
English (LSJ)
shortd. for μιμνήσκομαι, Anacr.94.4.
German (Pape)
[Seite 195] für μιμνήσκομαι, Anacr. in Anth. 16 (App. 4).
Greek (Liddell-Scott)
μνήσκομαι: ἀντὶ τοῦ μιμνήσκομαι, Ἀνακρ. 69. 4· πρβλ. ὑπομνήσκω.
Greek Monolingual
μνήσκομαι (ΑΜ)
μιμνήσκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μι-μνή-σκω χωρίς διπλασιασμό (πρβλ. υπο-μνήσκω)].