μονόσωμος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόσωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που προορίζεται για ένα μόνο [[σώμα]] («[[κοιμητήριον]] μονόσωμον», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> το θ. της ονομ. της λ. [[σώμα]] -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>σωμος</i>].
|mltxt=[[μονόσωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που προορίζεται για ένα μόνο [[σώμα]] («[[κοιμητήριον]] μονόσωμον», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> το θ. της ονομ. της λ. [[σώμα]] -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>σωμος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

μονόσωμος, -ον (Α)
αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμακοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σωμος (< το θ. της ονομ. της λ. σώμα -ατος), πρβλ. μεγαλό-σωμος].