μοργανίτης: Difference between revisions

From LSJ
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] που χρησιμοποιείται ως [[πολύτιμος]] [[λίθος]] και αποτελεί [[ποικιλία]] της βηρύλλου με ροζ ή ιώδες [[χρώμα]], λόγω της παρουσίας καισίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>morganite</i> <span style="color: red;"><</span> όν. του J. P. <i>Μorgan</i>, Αμερικανού δημοσιονόμου].
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] που χρησιμοποιείται ως [[πολύτιμος]] [[λίθος]] και αποτελεί [[ποικιλία]] της βηρύλλου με ροζ ή ιώδες [[χρώμα]], λόγω της παρουσίας καισίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>morganite</i> <span style="color: red;"><</span> όν. του J. P. <i>Μorgan</i>, Αμερικανού δημοσιονόμου].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) ορυκτό που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και αποτελεί ποικιλία της βηρύλλου με ροζ ή ιώδες χρώμα, λόγω της παρουσίας καισίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. morganite < όν. του J. P. Μorgan, Αμερικανού δημοσιονόμου].