χρίστης: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αμμοκονιαστής]], [[σοβατζής]] («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.)<br /><b>2.</b> [[κατασκευαστής]] γυψομαρμάρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρῑσ</i>- του [[χρίω]] «[[αλείφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>χρισ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αμμοκονιαστής]], [[σοβατζής]] («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.)<br /><b>2.</b> [[κατασκευαστής]] γυψομαρμάρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρῑσ</i>- του [[χρίω]] «[[αλείφω]]» ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>χρισ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
}}

Revision as of 15:26, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρίστης Medium diacritics: χρίστης Low diacritics: χρίστης Capitals: ΧΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: chrístēs Transliteration B: christēs Transliteration C: christis Beta Code: xri/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A white-washer, Hsch. s.v. κονιαταί. II stucco-maker, Steph.in Hp.2.397 D.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, der Anstreicher, Färber, Tüncher, Weißer.

Greek (Liddell-Scott)

χρίστης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιχρίων δι’ ἀσβέστου, ἀσπριστής, Ἡσύχ. ἐν λ. κονιαταί.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. αμμοκονιαστής, σοβατζής («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.)
2. κατασκευαστής γυψομαρμάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ- του χρίω «αλείφω» (πρβλ. αόρ. -χρισ-α) + κατάλ. -της].