χρηστοεπής: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(47b)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά με [[χρηστότητα]], που λέει χρηστά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρηστοεπές</i><br />η [[χρηστοέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]] «[[λόγος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀμετρο</i>-<i>επής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά με [[χρηστότητα]], που λέει χρηστά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρηστοεπές</i><br />η [[χρηστοέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]] «[[λόγος]]»), [[πρβλ]]. <i>ἀμετρο</i>-<i>επής</i>].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που μιλά με χρηστότητα, που λέει χρηστά λόγια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηστοεπές
η χρηστοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].