χωρίστρα: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[γραμμή]] που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το [[μέτωπο]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[κόμμωση]] [[κατά]] την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σφουγγαρίσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[γραμμή]] που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το [[μέτωπο]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[κόμμωση]] [[κατά]] την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. <i>σφουγγαρίσ</i>-<i>τρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η, Ν
1. γραμμή που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το μέτωπο προς τα πίσω
2. συνεκδ. η κόμμωση κατά την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. σφουγγαρίσ-τρα)].