χτυποκάρδι: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κτυποκάρδι]], το, Ν<br />[[καρδιοχτύπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χτύπος]] / [[κτύπος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρδιά]], με [[αντιστροφή]] τών συνθετικών της λ. [[καρδιοχτύπι]] ( | |mltxt=και [[κτυποκάρδι]], το, Ν<br />[[καρδιοχτύπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χτύπος]] / [[κτύπος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρδιά]], με [[αντιστροφή]] τών συνθετικών της λ. [[καρδιοχτύπι]] ([[πρβλ]]. [[φυλλομετρώ]]: [[μετροφυλλώ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κτυποκάρδι, το, Ν
καρδιοχτύπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών της λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)].