ἄλγος: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-ους), το (Α [[ἄλγος]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[οδύνη]]<br /><b>2.</b> [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[λύπη]], [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>τά ἄλγεα</i><br />ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλέγω]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]». Συγκεκριμένα πιστεύεται ότι η [[ρίζα]] <i>ἀλγ</i>-αποτελεί μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ἀλεγ</i>- του ρ. [[ἀλέγω]]. Δυσχέρειες στην ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] δημιουργεί η σημασιολ. [[διαφορά]] [[μεταξύ]] του [[ἄλγος]] «[[πόνος]]» και [[ἀλέγω]] «[[μεριμνώ]], [[φροντίζω]]», εφόσον δεν δεχθεί [[κανείς]] την [[άποψη]] ότι η σημ. «[[πονώ]], [[υποφέρω]]» αποτελεί δυνατή [[επέκταση]] της αρχ. σημασίας «[[ενδιαφέρομαι]], [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]». Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] οι λέξεις [[ἄλγος]] και [[ἀλέγω]] δεν έχουν [[καμιά]] ετυμολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους. Έχουν [[απλώς]] δεχτεί αμοιβαίες επιδράσεις, [[πράγμα]] που [[είναι]] ιδιαίτερα φανερό σε [[σύνθετα]] με [[τέρμα]] -<i>ηλεγής</i> ( | |mltxt=(-ους), το (Α [[ἄλγος]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[οδύνη]]<br /><b>2.</b> [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[λύπη]], [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>τά ἄλγεα</i><br />ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλέγω]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]». Συγκεκριμένα πιστεύεται ότι η [[ρίζα]] <i>ἀλγ</i>-αποτελεί μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ἀλεγ</i>- του ρ. [[ἀλέγω]]. Δυσχέρειες στην ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] δημιουργεί η σημασιολ. [[διαφορά]] [[μεταξύ]] του [[ἄλγος]] «[[πόνος]]» και [[ἀλέγω]] «[[μεριμνώ]], [[φροντίζω]]», εφόσον δεν δεχθεί [[κανείς]] την [[άποψη]] ότι η σημ. «[[πονώ]], [[υποφέρω]]» αποτελεί δυνατή [[επέκταση]] της αρχ. σημασίας «[[ενδιαφέρομαι]], [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]». Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] οι λέξεις [[ἄλγος]] και [[ἀλέγω]] δεν έχουν [[καμιά]] ετυμολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους. Έχουν [[απλώς]] δεχτεί αμοιβαίες επιδράσεις, [[πράγμα]] που [[είναι]] ιδιαίτερα φανερό σε [[σύνθετα]] με [[τέρμα]] -<i>ηλεγής</i> ([[πρβλ]]. [[ἀνηλεγής]], [[δυσηλεγής]]). Σημασιολογικά η λ. [[ἄλγος]] δήλωνε στην Αρχαία τόσο τον σωματικό πόνο ([[ἄλγος]] ποδῶν κεφαλῆς</i>) όσο και τον εσωτερικό, [[ψυχικό]] πόνο, τη [[λύπη]], τη [[θλίψη]] — [[ιδίως]] σε πληθ. αριθμό ([[πρβλ]]. Οδ. α 4: <i>πολλὰ δ</i>' <i>ὃ γ</i>' <i>ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν</i><br />«κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η [[καρδιά]] του», μετάφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Με την [[ίδια]] [[σημασία]], του σωματικού και του ψυχικού πόνου, χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία και η λ. [[ὀδύνη]] , συχνότερα [[μάλιστα]] κι αυτή στον πληθυντικό (<i>ὀδύναι</i>). Στη Ν. Ελληνική η [[χρήση]] της λ. [[άλγος]] (με τα ποικίλα σύνθετά της) περιορίστηκε στην επιστημονική (ιατρική) [[κυρίως]] [[ορολογία]], ενώ η λ. [[οδύνη]] (στηριζόμενη κι από το παράγωγο της [[οδυνηρός]]) χρησιμοποιείται λιγότερο στη [[δήλωση]] του ψυχικού [[κυρίως]] πόνου. Τη [[θέση]] τους στη νεοελληνική [[γλώσσα]] πήραν [[κυρίως]] οι λ. [[πόνος]] και <i>βάσανα</i>. Αποτελούν και οι δύο σημασιολογικές εξελίξεις αρχαίων λέξεων, της λ. [[πόνος]] που δήλωνε «τον μόχθο, την [[ταλαιπωρία]], την [[κούραση]], και της λ. [[βάσανος]] (η), που σήμαινε αρχικά «τον έλεγχο, τη [[δοκιμή]]» και [[μετά]] «την [[εξέταση]], την [[ανάκριση]], [[κυρίως]] δούλων, που γινόταν με τη [[χρήση]] βασανιστηρίων, απ' όπου και η σημ. «[[σωματικός]] και [[ψυχικός]] [[πόνος]], βάσανα», που απαντά ήδη στη [[γλώσσα]] του Ευαγγελίου. Η λ. [[ἄλγος]], λόγω της σημασίας της, χρησίμευσε ως α' ή β' συνθετικό για τον σχηματισμό πολλών συνθέτων τόσο της Αρχαίας όσο -μέσω της επιστημονικής ορολογίας- και της Ν. Ελληνικής. Τέτοια [[είναι]] τα [[σύνθετα]] με α' συνθ. το <i>ἀλγ</i> (<i>ο</i>)-, [[καθώς]] και [[σύνθετα]] με β' συνθ. το -<i>αλγής</i> ([[καρδιαλγής]] <b>κ.ά.</b>) και, [[κυρίως]], το -<i>αλγία</i> ([[οσφυαλγία]] <b>κ.τ.ό.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλγεινός]], [[ἀλγινόεις]], <i>ἄλγιστος</i>, [[ἀλγίων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀν</i>-<i>αλγής</i>, <i>βαρυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>. <i>δι</i>-<i>αλγής</i>, <i>δυσ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἐν</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἐπ</i>-<i>αλγής</i>, <i>θυμ</i>-<i>αλγής</i>, <i>καρδι</i>-<i>αλγής</i>. <i>κεφαλ</i>-<i>αλγής</i>. <i>κρατερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>μετ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ὀσφυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>περι</i>-<i>αλγής</i>, <i>ποδ</i>-<i>αλγής</i>. <i>πολυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>υστερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἀλγεσί</i>-<i>δωρος</i>, <i>ἀλγεσί</i>-<i>θυμος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλγο</i>-[[λαγνεία]] (<i>αλγο</i>-[[φιλία]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:57, 23 August 2021
English (LSJ)
εος, τό, (Cypr., A = ὀδύνη, AB1095) pain of body, Il.5.394, S. Ph.734, 1379; ἀ. καρδίης, ποδῶν, κεφαλᾶς, Hp.Epid.7.20, X.Cyn.3.3, IG4.953.52 (Epidd.); in Hom. mostly in pl., sufferings, ἄλγεα τεύχει Il.1.110; ἄ. πάσχων 2.667, cf. Alc.95. 2 pain of mind, grief, freq. in pl., Il.1.2, 2.39, al.: sg., ἄλγος ἱκάνει θυμόν Il.3.97, cf. Od. 2.41, etc.; τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄ. ἕλε φρένα 19.471; ἄ. ἀεικέλιον 14.32; τὰ κύντατ' ἄλγη κακῶν E.Supp.807; ὑπ' ἄλγους from pain, A.Eu. 183; αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ' ἀλγέων from grief for my shame, E.Hel.201; ἄ. καρδίας LXX Si.26.6. II later, anything that causes pain, Bion 2.11, AP9.390 (Menecr.), 5.166 (Asclep.); τοῦ ἄ. θιγεῖν Aret.SD2.9.
German (Pape)
[Seite 90] τό, der Schmerz, körperlich und geistig, Hom. oft, z. B. Iliad. 1, 2 μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν, 2, 39 θήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι, 2, 375 μοὶ Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 2, 721 κρατέρ' ἄλγεα πάσχων, 3, 97 ἄλγος ἱκάνει θυμὸν ἐμόν, 5, 384 χαλέπ' ἄλγε' ἐπ' ἀλλήλοισι τιθέντες, 5, 394 μὶν ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος, 6, 462 σοὶ δ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος, 9, 321 πάθον ἄλγεα θυμῷ, 13, 346 ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά, 18, 224 ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα θυμῷ, 18, 395 μ' ἄλγος ἀφίκετο, 22, 53 ἄλγος ἐμῷ θυμῷ καὶ μητέρι, λαοῖσιν δ' ἄλλοισι μινυνθαδιώτερον ἄλγος ἔσσεται, 24, 568 μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι θυμὸν ὀρίνῃς, 24, 522 ἄλγεα δ' ἔμπης ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν, 24, 742 ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά, Od. 1, 34 αὐτοὶ ὑπὲρ μόρον ἄλγε' ἔχουσιν, 2, 41 μάλιστα δέ μ' ἄλγος ἱκάνει, 2, 193 χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος, 2, 343 ἄλγεα πολλὰ μογήσας, 5, 84 δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων, 5, 302 ἥ μ' ἔφατ' ἐν πόντῳ ἄλγε' ἀναπλήσειν, 6, 184 πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι, 7, 212 τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην, 8, 182 ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι, 9, 75 ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες, 11, 279 τῷ δ' ἄλγεα κάλλιπ' ὀπίσσω πολλὰ μάλ', ὅσσα τε μητρὸς ἐρινύες ἐκτελέουσιν, 12, 427 Νότος, φέρων ἐμῷ ἄλγεα θυμῷ, 13, 90 μάλα πολλὰ πάθ' ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, 13, 319 ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις, 14, 32 ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος, 14, 310 ἔχοντί περ ἄλγεα θυμῷ, 15, 345 ὅν κεν ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος, 15, 400 μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ, 19, 330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω, 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, 20, 203 μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν, 21, 88 ᾗ τε καὶ ἄλλως κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός, 25, 352 ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ θεοὶ ἄλλοι ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης. – Tragg. u. Sp. D.; selten in att. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλγος: -εος, τὸ ποιητ. ὄνομα, πόνος σωματικός, Ἰλ. Ε. 394, Σοφ. Φ. 734, 1379· παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. πόνοι, παθήματα, ἄλγεα τεύχει, Ἰλ. Α. 110· ἄλγ. πάσχων, Β. 667, καὶ ἀλλ. Πόνοι ψυχῆς, θλῖψις, λύπη, Ἰλ. Α. 2., Γ. 97, Ὀδ. Β. 41, κτλ.· τὴν δ’ ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, Τ. 471· ἄλ. ἀεικέλιον, Ξ. 32· ἀνήκεστον, Ἰλ. Ε. 394, ἀλλὰ συχνότ. κατὰ πληθ., Ἰλ. Β. 39. καὶ ἀλλ., τὰ κύντατ’ ἄλγη κακῶν, Εὐρ. Ἱκ. 807· ὑπ’ ἄλγους, ἕνεκα πόνου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183· αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ’ ἀλγέων, ἐκ θλίψεως διὰ τὴν αἰσχύνην μου, Εὐρ. Ἑλ. 201. ΙΙ. μεταγεν., πᾶν ὅ,τι προξενεῖ πόνον, Βίων 2. 11, Ἀνθ. Π. 9. 390. (Ἐντεῦθεν, ἀλεγεινός, ἀλγεινός, ἀλγέω, κτλ.: πρβλ. καὶ γλώσσαλγος).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 douleur physique;
2 douleur, peine, affliction.
Étymologie: R. Ἀλγ resserrer, contracter ; cf. lat. algeo, algidus.
English (Autenrieth)
pain; freq. met., and esp. pl., hardship, troubles, woe; of hunters, οἵ τε καθ' ὕλην | ἄλγεα πάσχουσιν, Od. 9.121; often of Odysseus, πάθεν ἄλγεα θῦμῷ, etc.; πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, ‘vexation,’ Od. 6.184.
English (Slater)
ἄλγος
1 grief, sore ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφανές (sc. οἱ ἄγαν ἐν πόλεσι φιλοτιμώμενοι. v. l. ἢ στάσιν, ἄλγος) fr. 210.
Spanish (DGE)
-εος, τό
1 dolor fís. Il.5.394, A.Eu.183, S.Ph.734, Nic.Th.299, 751
•c. gen. καρδίης Hp.Epid.7.20, ποδῶν X.Cyn.3.3, κεφαλᾶς IG 42.122.50 (Epidauro IV a.C.), τῶν τραυματιῶν σου LXX Ps.68.27, ἐν τῇ κεφαλῇ Hp.Int.18
•más gener. dolor, pena, sufrimiento ἄλγος ἱκάνει θυμόν Il.3.97, πολλὰ δ' ὅ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα Od.1.4, ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίγνεται ἄλγος Sol.1.59, καρδίαν τέ οἱ σχέτλιον ἄμυξεν ἄλγος B.17.19, cf. Thgn.1031, A.Pr.435, S.OT 62, El.141, OC 955, Pi.Fr.210, Ar.Pl.1034, Call.Cer.131, Nonn.D.5.497
•c. gen. ἄ. καρδίας καὶ πένθος LXX Si.26.6, τὸ κατὰ καρδίαν ἐνεστὸς ἄ. LXX 2Ma.3.17
•esp. en plu. Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκε Il.1.2, cf. 1.110, θεοὶ ... ἄλγεα δῶκαν Hes.Op.741, cf. Th.621, χαλεποῖσιν ἐν ἄλγεσι Thgn.555, ἐπ' ἄλγεσι κακοῖσ' ἔχοντες θυμόν Semon.2.23, αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ' ἀλγέων E.Hel.202, cf. Supp.807, Pl.Alc.2.142d, X.Smp.8.37, Arist.Rh.1370b5, Theoc.1.19
•fig. ἐκ ... στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον que del pecho exhalarán un justo dolor ref. al treno, A.Th.865.
2 motivo de dolor Δάφνις ... ἔσσεται ἄλγος Ἔρωτι Theoc.1.103, cf. Bio 2.11, AP 9.390 (Menecr.), 5.167 (Asclep.), AP 5.211 (Posidipp.).
3 personif. Dolor en plu., Hes.Th.227.
• Etimología: De *H2elg-, cf. quizá aaa. ilki ‘hambre’.
Greek Monolingual
(-ους), το (Α ἄλγος)
1. σωματικός πόνος, οδύνη
2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη
αρχ.
(συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα
ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω «φροντίζω, μεριμνώ». Συγκεκριμένα πιστεύεται ότι η ρίζα ἀλγ-αποτελεί μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ἀλεγ- του ρ. ἀλέγω. Δυσχέρειες στην ετυμολογική αυτή σύνδεση δημιουργεί η σημασιολ. διαφορά μεταξύ του ἄλγος «πόνος» και ἀλέγω «μεριμνώ, φροντίζω», εφόσον δεν δεχθεί κανείς την άποψη ότι η σημ. «πονώ, υποφέρω» αποτελεί δυνατή επέκταση της αρχ. σημασίας «ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνώ». Σύμφωνα με άλλη άποψη οι λέξεις ἄλγος και ἀλέγω δεν έχουν καμιά ετυμολογική σχέση μεταξύ τους. Έχουν απλώς δεχτεί αμοιβαίες επιδράσεις, πράγμα που είναι ιδιαίτερα φανερό σε σύνθετα με τέρμα -ηλεγής (πρβλ. ἀνηλεγής, δυσηλεγής). Σημασιολογικά η λ. ἄλγος δήλωνε στην Αρχαία τόσο τον σωματικό πόνο (ἄλγος ποδῶν κεφαλῆς) όσο και τον εσωτερικό, ψυχικό πόνο, τη λύπη, τη θλίψη — ιδίως σε πληθ. αριθμό (πρβλ. Οδ. α 4: πολλὰ δ' ὃ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν
«κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του», μετάφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Με την ίδια σημασία, του σωματικού και του ψυχικού πόνου, χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία και η λ. ὀδύνη , συχνότερα μάλιστα κι αυτή στον πληθυντικό (ὀδύναι). Στη Ν. Ελληνική η χρήση της λ. άλγος (με τα ποικίλα σύνθετά της) περιορίστηκε στην επιστημονική (ιατρική) κυρίως ορολογία, ενώ η λ. οδύνη (στηριζόμενη κι από το παράγωγο της οδυνηρός) χρησιμοποιείται λιγότερο στη δήλωση του ψυχικού κυρίως πόνου. Τη θέση τους στη νεοελληνική γλώσσα πήραν κυρίως οι λ. πόνος και βάσανα. Αποτελούν και οι δύο σημασιολογικές εξελίξεις αρχαίων λέξεων, της λ. πόνος που δήλωνε «τον μόχθο, την ταλαιπωρία, την κούραση, και της λ. βάσανος (η), που σήμαινε αρχικά «τον έλεγχο, τη δοκιμή» και μετά «την εξέταση, την ανάκριση, κυρίως δούλων, που γινόταν με τη χρήση βασανιστηρίων, απ' όπου και η σημ. «σωματικός και ψυχικός πόνος, βάσανα», που απαντά ήδη στη γλώσσα του Ευαγγελίου. Η λ. ἄλγος, λόγω της σημασίας της, χρησίμευσε ως α' ή β' συνθετικό για τον σχηματισμό πολλών συνθέτων τόσο της Αρχαίας όσο -μέσω της επιστημονικής ορολογίας- και της Ν. Ελληνικής. Τέτοια είναι τα σύνθετα με α' συνθ. το ἀλγ (ο)-, καθώς και σύνθετα με β' συνθ. το -αλγής (καρδιαλγής κ.ά.) και, κυρίως, το -αλγία (οσφυαλγία κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλγεινός, ἀλγινόεις, ἄλγιστος, ἀλγίων.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀν-αλγής, βαρυ-αλγής, γονυ-αλγής. δι-αλγής, δυσ-αλγής, ἐν-αλγής, ἐπ-αλγής, θυμ-αλγής, καρδι-αλγής. κεφαλ-αλγής. κρατερ-αλγής, μετ-αλγής, ὀσφυ-αλγής, περι-αλγής, ποδ-αλγής. πολυ-αλγής, υπερ-αλγής, υστερ-αλγής, ἀλγεσί-δωρος, ἀλγεσί-θυμος
νεοελλ.
αλγο-λαγνεία (αλγο-φιλία)].
Greek Monotonic
ἄλγος: -εος, τό,
I. 1. σωματικός πόνος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. ψυχικός πόνος, θλίψη, λύπη, σε Όμηρ.
II. οτιδήποτε προκαλεί πόνο, σε Βίωνα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλγος: εος τό (преимущ. pl.)
1) боль, страдание, мука Hom., Trag., Plut.: ἔχεσθαι ἄλγεσι Hom. мучиться, страдать;
2) горе, скорбь, печаль Hom., Trag.: θάνατον λαβεῖν ὑπ᾽ ἀλγέων Eur. умереть с горя.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: pain, grief (Il.).
Derivatives: ἀλγεινός (from *ἀλγεσ-νός) A., (ἀλεγεινός see ἀλέγω) painful, grievous; ἀργαλέος, dissim. from *ἀλγαλέος id. (Hom.) - Denom. verb: ἀλγέω, -ήσω suffer (primary comparatives ἀλγίων, ἄλγιστος (Hom.)).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly connected with ἀλέγω, (q.v.), which, however, has a clear own meaning (`take care, mind, heed'). Cf. Seiler Griech. Steigerungsformen 85 and Word 11, 1955, 288, and Szemerényi Syncope 148ff, who defends the identity. I think the meanings are too different. - No etym.
Middle Liddell
I. pain of body, Il., Soph.
2. pain of mind, grief, distress, Hom.
II. anything that causes pain, Bion., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄλγος -εος, contr. -ους, τό, beproeving, ellende, zowel fysiek als mentaal; post Hom. pijn, verdriet, zorg.
Frisk Etymology German
ἄλγος: {álgos}
Grammar: n.
Meaning: Schmerz, Leid, Kummer (vorw. ep. poet.).
Derivative: Ableitungen: ἀλγεινός (aus *ἀλγεσνός), ep. ἀλεγεινός (vgl. ἀλέγω) schmerzhaft, kummervoll; ἀλγινόεις ib. (poet.; metrische Umbildung s. Chantraine Formation 271, vgl. auch Schwyzer 527f.); ἀλγηρός ib. (LXX) wohl eher auf ἀλγέω zu beziehen, vgl. Chantraine 231ff.; ἀργαλέος, dissim. aus *ἀλγαλέος ib. (vorw. ep. poet., nicht bei den Tragg.), näheres bei Debrunner IF 23, 10f., Severyns Mélanges Boisacq 2, 239ff.; davon ἀργαλεότης (Ph., Eust.). — Denominative Verba: 1. ἀλγέω, -ήσω Schmerz empfinden, leiden, bekümmert sein (ion. att.; Schwyzer 724: 1, vgl. auch Leumann Hom. Wörter 113). Davon ἄλγησις das Leiden (S., Ar., späte Prosa) und ἄλγημα das Leid (Hp., S., E., Men. usw.; zum Bedeutungsunterschied Holt Les noms d’action en -σις 148); ferner ἀλγηδών Leid (ion. poet., Pl. usw.); über ἀλγηρός s. oben. — 2. ἀλγύνω, -ομαι in Schmerz versetzen, bzw. Schmerzen empfinden (vorw. trag. und sp. Prosa). Von ἀλγύνω: ἄλγυνσις (Phlp., Olymp.) und ἀλγυντήρ (Zos.). — Neben ἄλγος stehen die primären Komparationsbildungen ἀλγίων und ἄλγιστος (Hom., Trag.; Schwyzer 539, Seiler Steigerungsformen 85f.).
Etymology : Wahrscheinlich zu ἀλέγω, s. d.
Page 1,65