ἐχέτης: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει, [[άνθρωπος]] με [[πολλά]] [[αγαθά]], [[πλούσιος]] [[κτηματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εχ</i>-του <i>έχω</i> (I) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευν</i>-[[έτης]], <i>οφειλ</i>-[[έτης]])].
|mltxt=[[ἐχέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει, [[άνθρωπος]] με [[πολλά]] [[αγαθά]], [[πλούσιος]] [[κτηματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εχ</i>-του <i>έχω</i> (I) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] ([[πρβλ]]. <i>ευν</i>-[[έτης]], <i>οφειλ</i>-[[έτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέτης Medium diacritics: ἐχέτης Low diacritics: εχέτης Capitals: ΕΧΕΤΗΣ
Transliteration A: echétēs Transliteration B: echetēs Transliteration C: echetis Beta Code: e)xe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monolingual

ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].

Greek Monotonic

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.

Middle Liddell

ἐχέτης, ου,
= ὁ ἔχων, a man of substance, Pind.