ἑτερόμαλλος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτερόμαλλος]], -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)<br />με [[μαλλί]] στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]], | |mltxt=[[ἑτερόμαλλος]], -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)<br />με [[μαλλί]] στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]], [[πρβλ]]. <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A woolly, shaggy on one side, Str. 5.1.12: alsoἑτερο-μαλλής, ές, Hsch.s.v. καυνάκαι.
German (Pape)
[Seite 1049] auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόμαλλος: -ον, λάσιος, δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον τρεπτέον εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).
Greek Monolingual
ἑτερόμαλλος, -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)
με μαλλί στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + μαλλός, πρβλ. δασύ-μαλλος].