ἰθυβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει [[κατευθείαν]], που ρίχνει [[ίσια]] και πετυχαίνει τον σκοπό του<br /><b>2.</b> νοήμονος, [[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακοντο</i>-[[βόλος]], <i>πυρο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=[[ἰθυβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει [[κατευθείαν]], που ρίχνει [[ίσια]] και πετυχαίνει τον σκοπό του<br /><b>2.</b> νοήμονος, [[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>ακοντο</i>-[[βόλος]], <i>πυρο</i>-[[βόλος]].
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυβόλος Medium diacritics: ἰθυβόλος Low diacritics: ιθυβόλος Capitals: ΙΘΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ithybólos Transliteration B: ithybolos Transliteration C: ithyvolos Beta Code: i)qubo/los

English (LSJ)

ον, A straight-hitting, ἀκόντιον Apollod.3.15.1: Sup. -ώτατος, ἀκοντιστής J.BJ1.21.13: metaph., sagacious, φύσις Dam.Isid.160.

German (Pape)

[Seite 1245] gerade treffend, ἀκόντιον Apolld. 3, 15; – ἰθύβολος, gerade getroffen?

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠβόλος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν βάλλων, κτυπῶν, ἀκόντιον Ἀπολλόδ. 3. 15· εὐθύς, Βυζ.

Greek Monolingual

ἰθυβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του
2. νοήμονος, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο-βόλος, πυρο-βόλος.