ευερκής: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐερκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]] («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, [[χωρίς]] [[δυνατότητα]] διαφυγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i>, τ. στον οποίο απαντά η λ. [[έρκος]] «[[φραγμός]]» ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. <i>αμφ</i>-<i>ερκής</i>, <i>ομο</i>-<i>ερκής</i>)].
|mltxt=[[εὐερκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]] («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, [[χωρίς]] [[δυνατότητα]] διαφυγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i>, τ. στον οποίο απαντά η λ. [[έρκος]] «[[φραγμός]]» ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. [[αμφερκής]], [[ομοερκής]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐερκής, -ές (Α)
1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. ασφαλής («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.)
3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ερκής, τ. στον οποίο απαντά η λ. έρκος «φραγμός» ως β' συνθετικό (πρβλ. αμφερκής, ομοερκής)].