εύμορφος: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ [[εὔμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[μορφή]], [[ωραίος]], [[καλοκαμωμένος]] («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται [[χάρις]] ἀνδρί» — η [[χάρη]] τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, [[είναι]] [[μισητή]] στον άνδρα [ο [[οποίος]] επιθυμεί τη ζωντανή [[γυναίκα]]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) όμορφος, [[ευπρεπής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[θαυμαστός]], [[αξιοθαύμαστος]] («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον [[κράτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ευχάριστος]], [[θελκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔμορφον</i><br />ο [[καλός]] [[τρόπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὄμορφα</i><br />η [[ομορφιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμόρφως</i> και <i>εύμορφα</i> και <i>όμορφα</i> (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)<br />με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), | |mltxt=-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ [[εὔμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[μορφή]], [[ωραίος]], [[καλοκαμωμένος]] («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται [[χάρις]] ἀνδρί» — η [[χάρη]] τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, [[είναι]] [[μισητή]] στον άνδρα [ο [[οποίος]] επιθυμεί τη ζωντανή [[γυναίκα]]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) όμορφος, [[ευπρεπής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[θαυμαστός]], [[αξιοθαύμαστος]] («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον [[κράτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ευχάριστος]], [[θελκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔμορφον</i><br />ο [[καλός]] [[τρόπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὄμορφα</i><br />η [[ομορφιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμόρφως</i> και <i>εύμορφα</i> και <i>όμορφα</i> (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)<br />με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. [[άμορφος]], [[ποικιλόμορφος]]. Το επίθ. χαρακτηρίζει [[κυρίως]] τη σωματική [[ομορφιά]] ([[πρβλ]]. και τα σύνθ. <i>ευμορφ</i>-[[άνθρωπος]], <i>ευμορφο</i>-[[γυναίκα]]), ενώ τα [[ωραίος]] και [[καλός]] έχουν γενικότερη [[σημασία]]. Συγγενέστερο σημασιολογικά το <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>, που αναφέρεται [[κυρίως]] στη γυναικεία [[ομορφιά]]. Από τον τ. [[εύμορφος]] > μσν. [[έμμορφος]] (με [[αφομοίωση]]) ή [[έμορφος]] (με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>vm</i>- σε -<i>m</i>-) > <i>όμορφος</i> [[είτε]] από το [[άρθρο]] (ο [[έμορφος]]) ή με (προληπτική) [[αφομοίωση]] του <i>ε</i> σε <i>ο</i> [[κατά]] τα ακολουθούντα <i>ο</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:36, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ εὔμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» — η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη ζωντανή γυναίκα], Αισχύλ.)
2. (γενικά) όμορφος, ευπρεπής
3. μτφ. θαυμαστός, αξιοθαύμαστος («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον κράτος», Αισχύλ.)
4. μτφ. ταιριαστός, κατάλληλος
5. μτφ. ευχάριστος, θελκτικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔμορφον
ο καλός τρόπος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὄμορφα
η ομορφιά.
επίρρ...
ευμόρφως και εύμορφα και όμορφα (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)
με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, ποικιλόμορφος. Το επίθ. χαρακτηρίζει κυρίως τη σωματική ομορφιά (πρβλ. και τα σύνθ. ευμορφ-άνθρωπος, ευμορφο-γυναίκα), ενώ τα ωραίος και καλός έχουν γενικότερη σημασία. Συγγενέστερο σημασιολογικά το ευ-ειδής, που αναφέρεται κυρίως στη γυναικεία ομορφιά. Από τον τ. εύμορφος > μσν. έμμορφος (με αφομοίωση) ή έμορφος (με απλοποίηση του συμπλέγματος -vm- σε -m-) > όμορφος είτε από το άρθρο (ο έμορφος) ή με (προληπτική) αφομοίωση του ε σε ο κατά τα ακολουθούντα ο].