ζωοδόχος: Difference between revisions
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ζωοδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον τάφο του Ιησού ή για τον ουρανό) αυτός που δέχεται [[μέσα]] του ή έχει δεχθεί τη ζωή, [[δηλαδή]] τον Χριστό<br /><b>2.</b> ως επίθ. της Θεοτόκου, [[επειδή]] δέχθηκε [[μέσα]] της την [[πηγή]] της ζωής, τον Ιησού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Ζωοδόχος Πηγή» <br />α) η Θεοτόκος<br />β) «Ζωοδόχος Πηγή» Μπαλουκλή<br />[[ονομασία]] περίφημου αγιάσματος στο Επταπύργιο, [[κοντά]] στην Κωνσταντινούπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ζω(ο)-(Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο (AM [[ζωοδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον τάφο του Ιησού ή για τον ουρανό) αυτός που δέχεται [[μέσα]] του ή έχει δεχθεί τη ζωή, [[δηλαδή]] τον Χριστό<br /><b>2.</b> ως επίθ. της Θεοτόκου, [[επειδή]] δέχθηκε [[μέσα]] της την [[πηγή]] της ζωής, τον Ιησού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Ζωοδόχος Πηγή» <br />α) η Θεοτόκος<br />β) «Ζωοδόχος Πηγή» Μπαλουκλή<br />[[ονομασία]] περίφημου αγιάσματος στο Επταπύργιο, [[κοντά]] στην Κωνσταντινούπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ζω(ο)-(Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[καπνοδόχος]], [[ξενοδόχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:43, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1144] das Leben aufnehmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοδόχος: -ον, δεχόμενος ἢ δεχθεὶς τὴν ζωήν, ζ. καὶ θεοδέγμων τάφος, ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM ζωοδόχος, -ον)
1. (κυρίως για τον τάφο του Ιησού ή για τον ουρανό) αυτός που δέχεται μέσα του ή έχει δεχθεί τη ζωή, δηλαδή τον Χριστό
2. ως επίθ. της Θεοτόκου, επειδή δέχθηκε μέσα της την πηγή της ζωής, τον Ιησού
νεοελλ.
φρ. «Ζωοδόχος Πηγή»
α) η Θεοτόκος
β) «Ζωοδόχος Πηγή» Μπαλουκλή
ονομασία περίφημου αγιάσματος στο Επταπύργιο, κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος, ξενοδόχος].