θανατιώ: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θανατιῶ, -άω (Α)<br />[[είμαι]] [[ετοιμοθάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάνατος]], [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>ιάω</i> τα δηλωτικά ασθένειας ([[πρβλ]]. <i>λιθ</i>-<i>ιάω</i>, <i>σπλην</i>-<i>ιάω</i>].
|mltxt=θανατιῶ, -άω (Α)<br />[[είμαι]] [[ετοιμοθάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάνατος]], [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>ιάω</i> τα δηλωτικά ασθένειας ([[πρβλ]]. [[λιθιάω]], [[σπληνιάω]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

θανατιῶ, -άω (Α)
είμαι ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος, κατά τα ρήματα σε -ιάω τα δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. λιθιάω, σπληνιάω].