ηπιοδίνητος: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠπιοδίνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται ήπια, [[ήσυχα]] («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δινώ]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἠπιοδίνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται ήπια, [[ήσυχα]] («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δινώ]]), [[πρβλ]]. [[ευδίνητος]], [[πολυδίνητος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἠπιοδίνητος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται ήπια, ήσυχα («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δίνητος (< δινώ), πρβλ. ευδίνητος, πολυδίνητος].