ιδιόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιάζουσα [[μορφή]] ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο [[κτήριο]]» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι [[ζῷον]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιάζουσα [[μορφή]] ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο [[κτήριο]]» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι [[ζῷον]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. [[πολύμορφος]], [[τερατόμορφος]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύμορφος, τερατόμορφος].