κακόχρους: Difference between revisions
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακή [[χροιά]], άσχημο [[χρώμα]] («κακόχροοι ὀφθαλμοί», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κακό]] χρωματισμό, κακή [[απόχρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κακόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακή [[χροιά]], άσχημο [[χρώμα]] («κακόχροοι ὀφθαλμοί», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κακό]] χρωματισμό, κακή [[απόχρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[ερυθρόχρους]], [[ηδύχρους]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur. | |elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 23 August 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόχροος.
Greek Monolingual
κακόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.)
2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρόχρους, ηδύχρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.