κένταρχος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κένταρχος]], ὁ (Μ)<br />(Μ)<br />(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε [[εκατό]] άντρες, [[εκατόνταρχος]], [[κεντυρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο σύνθ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>centum</i> «[[εκατό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρχός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κένταρχος]], ὁ (Μ)<br />(Μ)<br />(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε [[εκατό]] άντρες, [[εκατόνταρχος]], [[κεντυρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο σύνθ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>centum</i> «[[εκατό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρχός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[δέκαρχος]], [[εκατόνταρχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
κένταρχος, ὁ (Μ)
(Μ)
(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες, εκατόνταρχος, κεντυρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < λατ. centum «εκατό» + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δέκαρχος, εκατόνταρχος].