καλόβαθρο: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[καλόβαθρον]])<br />καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο [[κάτω]] [[μέρος]] τους από μια μικρή [[βαθμίδα]] [[πάνω]] στην οποία πατώντας μπορεί [[κάποιος]] να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος [[πάνω]] από το [[έδαφος]], αλλ. ξυλοπόδαρο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ορθοπεδικό ξύλινο [[σκέλος]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται το ακρωτηριασμένο [[κάτω]] [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθρον]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=το (AM [[καλόβαθρον]])<br />καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο [[κάτω]] [[μέρος]] τους από μια μικρή [[βαθμίδα]] [[πάνω]] στην οποία πατώντας μπορεί [[κάποιος]] να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος [[πάνω]] από το [[έδαφος]], αλλ. ξυλοπόδαρο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ορθοπεδικό ξύλινο [[σκέλος]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται το ακρωτηριασμένο [[κάτω]] [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθρον]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[μεσόβαθρον]], [[πλατύβαθρον]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM καλόβαθρον)
καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο
νεοελλ.
ορθοπεδικό ξύλινο σκέλος πάνω στο οποίο στηρίζεται το ακρωτηριασμένο κάτω άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βαθρον (< βάθρον < βαίνω), πρβλ. μεσόβαθρον, πλατύβαθρον].