καμψόδυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καμψ</i>- του [[κάμπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδύνη]]. Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι δεν λειτούργησε ο [[νόμος]] της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το [[οδύνη]] ([[πρβλ]]. <i>επ</i>-<i>ώδυνος</i>, <i>μεγαλ</i>-<i>ώδυνος</i>)].
|mltxt=[[καμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καμψ</i>- του [[κάμπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδύνη]]. Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι δεν λειτούργησε ο [[νόμος]] της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το [[οδύνη]] ([[πρβλ]]. [[επώδυνος]], [[μεγαλώδυνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1319] sich unter Schmerzen krümmend, vgl. δακτυλοκαμψόδυνος.

Greek Monolingual

καμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ- του κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το οδύνη (πρβλ. επώδυνος, μεγαλώδυνος)].