κεφάλα: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο σε [[μέγεθος]] [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (σκωπτικά για πρόσ.) [[ανόητος]] ή [[πεισματάρης]], [[κεφάλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κουτάλ</i>-<i>α</i>, <i>μπουκάλ</i>-<i>α</i>].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο σε [[μέγεθος]] [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (σκωπτικά για πρόσ.) [[ανόητος]] ή [[πεισματάρης]], [[κεφάλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i>, [[πρβλ]]. [[κουτάλα]], [[μπουκάλα]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι
2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή πεισματάρης, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κουτάλα, μπουκάλα].