κλεφτότοπος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, και κλεφτοτόπι, το<br /><b>1.</b> (επί τουρκοκρατίας) [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[διαμονή]] κλεφτών<br /><b>2.</b> [[δυσπρόσιτος]], [[απόκρημνος]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, [[κυρίως]] να ενεργούν ζωοκλοπές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέφτης]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόπος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο, και κλεφτοτόπι, το<br /><b>1.</b> (επί τουρκοκρατίας) [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[διαμονή]] κλεφτών<br /><b>2.</b> [[δυσπρόσιτος]], [[απόκρημνος]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, [[κυρίως]] να ενεργούν ζωοκλοπές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέφτης]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόπος]]), [[πρβλ]]. [[βραχότοπος]], [[ερημότοπος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:27, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, και κλεφτοτόπι, το
1. (επί τουρκοκρατίας) τόπος κατάλληλος για διαμονή κλεφτών
2. δυσπρόσιτος, απόκρημνος τόπος
3. τόπος στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, κυρίως να ενεργούν ζωοκλοπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -τόπος (< τόπος), πρβλ. βραχότοπος, ερημότοπος].