κοινοφυής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινοφυής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[αρχή]], [[κοινή]] [[καταγωγή]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>φυής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=[[κοινοφυής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[αρχή]], [[κοινή]] [[καταγωγή]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. [[αυτοφυής]], [[μεγαλοφυής]]].
}}
}}

Revision as of 18:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοφῠής Medium diacritics: κοινοφυής Low diacritics: κοινοφυής Capitals: ΚΟΙΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: koinophyḗs Transliteration B: koinophyēs Transliteration C: koinofyis Beta Code: koinofuh/s

English (LSJ)

ές, A of common origin, πρόοδος Dam.Pr.52 bis.

Greek Monolingual

κοινοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φυής (< φύος, το), πρβλ. αυτοφυής, μεγαλοφυής].