κουδουνίστρα: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />πλαστικό ή μετάλλινο [[παιχνίδι]] τών μωρών που, όταν το κουνά [[κάποιος]], κάνει θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουδουνίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=η<br />πλαστικό ή μετάλλινο [[παιχνίδι]] τών μωρών που, όταν το κουνά [[κάποιος]], κάνει θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουδουνίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[κουβαρίστρα]], [[χωρίστρα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:38, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν το κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίστρα, χωρίστρα)].