κορύφαινα: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κορύφαινα]])<br />[[γένος]] τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] coryphaenidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αινα</i>, που χαρακτηρίζει θηλ. ον. ζώων ([[πρβλ]]. | |mltxt=η (Α [[κορύφαινα]])<br />[[γένος]] τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] coryphaenidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αινα</i>, που χαρακτηρίζει θηλ. ον. ζώων ([[πρβλ]]. [[ύαινα]], [[φάλαινα]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, a fish, A = ἵππουρος, Dorio ap.Ath.7.304c, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κορύφαινα: ἡ, ἰχθύς τις, = ἵππουρος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 304C.
Greek Monolingual
η (Α κορύφαινα)
γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια coryphaenidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα -αινα, που χαρακτηρίζει θηλ. ον. ζώων (πρβλ. ύαινα, φάλαινα)].