κοντάρι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[κοντάριον]], Μ και κοντάριν)<br />επίμηκες σκληρό [[ξύλο]] σαν [[δόρυ]], με [[αιχμή]] στη μία του [[άκρη]], που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη [[σέλλα]] σάζουν το [[κορμί]], στη [[χέρα]] το [[κοντάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καμάκι]] αλιευτικό<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[επιμήκης]] [[ράβδος]] [[πάνω]] στην οποία προσδένεται [[κάτι]] («το [[κοντάρι]] της σημαίας»)<br /><b>3.</b> [[μακριά]] [[ράβδος]] για τοπογραφικές μετρήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>, <i>οψ</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=το (ΑM [[κοντάριον]], Μ και κοντάριν)<br />επίμηκες σκληρό [[ξύλο]] σαν [[δόρυ]], με [[αιχμή]] στη μία του [[άκρη]], που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη [[σέλλα]] σάζουν το [[κορμί]], στη [[χέρα]] το [[κοντάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καμάκι]] αλιευτικό<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[επιμήκης]] [[ράβδος]] [[πάνω]] στην οποία προσδένεται [[κάτι]] («το [[κοντάρι]] της σημαίας»)<br /><b>3.</b> [[μακριά]] [[ράβδος]] για τοπογραφικές μετρήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[παιδάριον]], [[οψάριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑM κοντάριον, Μ και κοντάριν)
επίμηκες σκληρό ξύλο σαν δόρυ, με αιχμή στη μία του άκρη, που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη σέλλα σάζουν το κορμί, στη χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. καμάκι αλιευτικό
2. κάθε επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία προσδένεται κάτι («το κοντάρι της σημαίας»)
3. μακριά ράβδος για τοπογραφικές μετρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον, οψάριον)].