κρουσιλύρης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρουσιλύρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παίζει [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύρα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κρουσιλύρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παίζει [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύρα]]), [[πρβλ]]. [[ηδυλύρης]], [[χρυσολύρης]]. Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:41, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, A striking the lyre, Orph.H.31.3.
German (Pape)
[Seite 1514] ὁ, die Lyra schlagend, spielend, Orph. H. 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κρουσιλύρης: -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3.
Greek Monolingual
κρουσιλύρης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -λυρης (< λύρα), πρβλ. ηδυλύρης, χρυσολύρης. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερ-ψίμβροτος].