κοπίδι: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κοπίδι]][ν])<br /><b>1.</b> κοπτικό [[εργαλείο]] από σίδηρο ή χάλυβα, με [[ακμή]] κοφτερή στο ένα [[άκρο]] του, το οποίο [[είναι]] κατάλληλο για [[κατεργασία]] διαφόρων σκληρών υλικών<br /><b>2.</b> [[μαχαίρι]] τών υποδηματοποιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]], -<i>ίδ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσίδ</i>-<i>ι</i>, <i>σανίδ</i>-<i>ι</i>)].
|mltxt=το (Μ [[κοπίδι]][ν])<br /><b>1.</b> κοπτικό [[εργαλείο]] από σίδηρο ή χάλυβα, με [[ακμή]] κοφτερή στο ένα [[άκρο]] του, το οποίο [[είναι]] κατάλληλο για [[κατεργασία]] διαφόρων σκληρών υλικών<br /><b>2.</b> [[μαχαίρι]] τών υποδηματοποιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]], -<i>ίδ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> ([[πρβλ]]. [[γλωσσίδι]], [[σανίδι]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ κοπίδι[ν])
1. κοπτικό εργαλείο από σίδηρο ή χάλυβα, με ακμή κοφτερή στο ένα άκρο του, το οποίο είναι κατάλληλο για κατεργασία διαφόρων σκληρών υλικών
2. μαχαίρι τών υποδηματοποιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς, -ίδ-ος + υποκορ. κατάλ. -ι(ο)ν (πρβλ. γλωσσίδι, σανίδι)].