κτίσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χτίσιμο]], το (Μ [[κτίσιμο]][ν])<br />[[ανέγερση]] οικοδομής ή τοίχου («το [[κτίσιμο]] του σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]], [[θεμελίωση]]<br /><b>3.</b> [[απόφραξη]] θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το [[κτίσιμο]] του παραθύρου θα κόψει το [[κρύο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτισ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>κτισ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κτίζω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. <i>δέσ</i>-<i>ιμο</i>, <i>λύσ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=και [[χτίσιμο]], το (Μ [[κτίσιμο]][ν])<br />[[ανέγερση]] οικοδομής ή τοίχου («το [[κτίσιμο]] του σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]], [[θεμελίωση]]<br /><b>3.</b> [[απόφραξη]] θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το [[κτίσιμο]] του παραθύρου θα κόψει το [[κρύο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτισ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>κτισ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κτίζω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[δέσιμο]], [[λύσιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν])
ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο του σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)
2. ίδρυση, θεμελίωση
3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο του παραθύρου θα κόψει το κρύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- (πρβλ. -κτισ-α αόρ. του κτίζω) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο, λύσιμο)].