κρικόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[κρίκος]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πόντιση]] της άγκυρας για το [[δέσιμο]] του σολόγκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκυρό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>αλυσό</i>-<i>δεσμος</i>].
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[κρίκος]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πόντιση]] της άγκυρας για το [[δέσιμο]] του σολόγκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. [[αγκυρόδεσμος]], [[αλυσόδεσμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ναυτ. κρίκος που χρησιμοποιείται κατά την πόντιση της άγκυρας για το δέσιμο του σολόγκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + δεσμός (< δένω), πρβλ. αγκυρόδεσμος, αλυσόδεσμος].