λεμβούχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] και [[κυβερνήτης]] λέμβου, ο [[βαρκάρης]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[κεραία]] τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την [[ανάρτηση]] λέμβου από αυτήν, αλλ. [[βαρδαλάντζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. <i>κληρ</i>-<i>ούχος</i>, <i>πολι</i>-<i>ούχος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Σ. Βλάχου].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] και [[κυβερνήτης]] λέμβου, ο [[βαρκάρης]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[κεραία]] τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την [[ανάρτηση]] λέμβου από αυτήν, αλλ. [[βαρδαλάντζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[κληρούχος]], [[πολιούχος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Σ. Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 18:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης λέμβου, ο βαρκάρης
2. μεγάλη κεραία τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την ανάρτηση λέμβου από αυτήν, αλλ. βαρδαλάντζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κληρούχος, πολιούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].