λινουλκός: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λινουλκός]], -όν (Α)<br />κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λινουλκός]], -όν (Α)<br />κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. [[εμβρυουλκός]], [[τοξουλκός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:51, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, (ἕλκω) A of spun flax, χλαῖνα Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνουλκός: -όν, (ἕλκω) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, χλαῖνα Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· ἔνθα ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = λινόκλωστος.
Greek Monolingual
λινουλκός, -όν (Α)
κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, τοξουλκός].