μελίθροος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελίθροος]], -ον και μελίθρους, -ουν (Α)<br />αυτός που μιλάει [[γλυκά]], ο [[γλυκύφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[θρόος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρέομαι]] «[[κράζω]], [[ξεφωνίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>ηδύ</i>-<i>θροος</i>, <i>οιωνό</i>-<i>θροος</i>].
|mltxt=[[μελίθροος]], -ον και μελίθρους, -ουν (Α)<br />αυτός που μιλάει [[γλυκά]], ο [[γλυκύφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[θρόος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρέομαι]] «[[κράζω]], [[ξεφωνίζω]]»), [[πρβλ]]. [[ηδύθροος]], [[οιωνόθροος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελίθροος:''' стяж. μελίθρους 2 сладкогласный ([[κύκνος]] Anth.).
|elrutext='''μελίθροος:''' стяж. μελίθρους 2 сладкогласный ([[κύκνος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:02, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐθροος Medium diacritics: μελίθροος Low diacritics: μελίθροος Capitals: ΜΕΛΙΘΡΟΟΣ
Transliteration A: melíthroos Transliteration B: melithroos Transliteration C: melithroos Beta Code: meli/qroos

English (LSJ)

ον, contr. μελίθρους, ουν, A sweet-voiced, κύκνος ib.5.124 (Bass.).

German (Pape)

[Seite 123] zsgzgn -θρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).

Greek (Liddell-Scott)

μελίθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ ἡδέως ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.

Greek Monolingual

μελίθροος, -ον και μελίθρους, -ουν (Α)
αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύθροος, οιωνόθροος].

Russian (Dvoretsky)

μελίθροος: стяж. μελίθρους 2 сладкогласный (κύκνος Anth.).